Σάββατο 3 Απριλίου 2010

Κεφάλαιο "Λυκοφιλία"



Η μετακόμιση έλαβε τέλος με συνοπτικές διαδικασίες. Όταν άλλαξα περιοχή το Σεπτέμβρη και πήγα πιο βόρεια, το διαμέρισμα των Εξαρχείων έμεινε όπως ήταν να στεγάζει την ξαδελφούλα. Τώρα, το άδειασα, το καθάρισα, έκλεισα τους γενικούς, το διπλοκλείδωσα κι έφυγα. Οι γιαγιάδες της πολυκατοικίας με αποχαιρέτησαν...
"μας φεύγετε οριστικά;"
"δυστυχώς, ναι..."
"κρίμα... καλή τύχη και καλή εγκατάσταση όπου κι αν πάτε"
"σας ευχαριστώ πολύ... καλό Πάσχα και να είστε πάντα καλά"
Η ιδιοκτήτρια, στον ίδιο τόνο "τι κρίμα που φεύγεις, κοριτσάκι μου, πόσο καλό παιδί είσαι". (Τρεις μήνες τώρα, δεκάδες τηλεφωνήματα της έχουν κάνει για το σπίτι, μόνο 4 άτομα πέρασαν τις εξετάσεις της και οι 2 κόπηκαν από μένα. Γυναίκες, φυσικά, για να προσέξουν το σπίτι).
Μια μέρα πριν, η Φ., στο γνωστό και αγαπημένο (στην προ Ιρλανδού εποχή) καφέ, μόλις έμαθε ότι φεύγω, με φόρτωσε με δώρα. Η Φ. Που ούτε ένα πράσινο φύλλο δεν της είχα πάει ποτέ. Που σε κάθε περίπτωση, δεν μπορώ να πω ότι ήμουν φίλη της. Γιατί οι φίλοι σε παίρνουν τηλέφωνο, βγαίνεις μαζί τους, μιλάτε, λέτε όλα εκείνα τα χαζά και τα σοβαρά κι αν ακόμη έχετε να βρεθείτε καιρό, είναι σαν να μην πέρασε μέρα. Έτσι είναι οι φίλοι. Αδελφές ψυχές, που μπορείς να τους εμπιστευτείς τα πάντα και για πάντα. Και τούμπαλιν. Που όταν φεύγεις, στενοχωριούνται. Που όταν σε βλέπουν, χαίρονται. Έτσι αντέδρασαν τα κχτηνάκια μου. Το περίμενα. Έτσι αντέδρασε και η Φ. Αυτό δεν το περίμενα. Της είπα "επιστρέφω" και βγήκα έξω. Φόρεσα τα γυαλιά ηλίου μου και έμπηξα τα κλάματα. Περπάτησα πολύ και έκλαψα άλλο τόσο. Ένιωσα την ανάγκη να ανταποδώσω το δώρο. Συγκινήθηκε κι εκείνη όταν το είδε. Μια μεγάλη αγκαλιά. Αληθινή.
Μου λείπει η Φ. Και τα υπόλοιπα παιδιά που ξέρω από κει. Και κάπου εκεί, έκατσα να μετρήσω τους φίλους μου. Να δω πόσες φιλίες άντεξαν σε βάθος χρόνου. Τα κχτηνάκια εξαιρούνται. Και οι Νικηφόρος, Ορέστης, Ανδρομέδα και Βερενίκη επίσης. Όλοι τους απέδειξαν και αποδεικνύουν τι φίλοι είναι. Αλλά πού είναι οι νομικάριοι φίλοι μου; Και κάπου εκεί, ξεκίνησε η καταμέτρηση.
Πρώτο έτος. Κλασικά, σχεδόν αγοροπαρέα. Νικόλας, θρησκευόμενος στον υπερθετικό βαθμό, Δημήτρης, Θοδωρής, Νίκος, Άρης και Εβίτα. Μια μικροκαμωμένη Τσιριγώτισσα, με βραχνή φωνή, πολύ ώριμη και συγκροτημένη. Εγώ εντελώς στον κόσμο μου. Χάθηκε η Εβίτα, έμαθα από κάποιους ότι ξαναγύρισε στα Κύθηρα και ασχολήθηκε με τη φωτογραφία που έτσι κι αλλιώς λάτρευε. Αν παράτησε τη Νομική, δεν ξέρω, χαίρομαι πάντως που βρήκε το δρόμο της και έκανε αυτό που αγαπούσε. (Σε μια διάλεξη πριν από μερικές βδομάδες στον Δικ.Σύλλογο, η Βόζεμπεργκ μας είπε "η δικηγορία είναι έρωτας". Για μένα, είναι μάλλον γάμος συμφέροντος. Νομίζω ότι και για την Εβίτα έτσι ήταν. Αν βρήκε τα κότσια να πάρει... διαζύγιο, μπράβο της!) Καλός φίλος, ο Δημήτρης από την Ιατρική.
Μετά γνώρισα τον Γιάννη και την ΄Αννα. Φίλοι καλοί στο δεύτερο έτος. Κολλητή παρέα. Μαζί κάναμε τους πρώτους σινεμαραθώνιους, πήγαμε τις πρώτες βόλτες με το -νεότευκτο τότε- μετρό, τα πρώτα ομαδικά chat στο ίντερνετ. Από αυτά που όλη η παρέα παίρνει μέρος, δουλεύοντας τον -άτυχο- ανώμαλο ανώνυμο $%#@& στην άλλη άκρη (εκτός αν είχαμε πέσει επίσης σε ομάδες και αλληλοδουλευόμασταν...). Πρωινά, μετά από ξενύχτια, με αυτή την αίσθηση "πλέω σε ζελέ" να πηγαίνουμε με τα πόδια στη σχολή (ένα 5άρι χιλιομετράκια τουλάχιστον) και να μας παίρνει ο ύπνος πάνω στα έδρανα, να αλληλοσκουντιόμαστε και να ζητάμε σημειώσεις...
Στο τρίτο έτος, περισσότερα άτομα μπήκαν στο προσκήνιο: Ηλίας, Νίκος, Γιώργηδες, Δημήτρης,η Σ., οι Ιωάννες. Δυστυχώς, όσο πήγαιναν τα πράγματα, γινόντουσαν πιο επιφανειακά... Κάπου εκεί γνώρισα την Κ κι εκείνη μου γνώρισε την Ε, ενώ η παλιά παρέα είχε σπάσει. Σχέσεις επιδερμικές, παρέα για έναν καφέ και για μια έξοδο, με εξαίρεση τα κορίτσια, με τις οποίες συζητούσαμε τα θέματά τους. Όχι τα θέματά μου, γιατί απλούστατα, θα γινόντουσαν ανακοινωθέν. Ο Δημήτρης από την Ιατρική μου συστήνει τον Άρη, επίσης γιατρό και στο φροντιστήριο γνωρίζω την Μαρία, τον Βασίλη, που σήμερα είναι βουλευτής και κάποια άλλα παιδιά που αδυνατώ να θυμηθώ. Μεγάλα νούμερα οι περισσότεροι.
Τέταρτο έτος, καλοί φίλοι οι δύο Α με τα σπάνια ονόματα, η Κ και η Ε σταθερά παρέα μου, μέχρι που η Ε γνώρισε τον Δ, ο Δ μου την έπεσε, εγώ θεώρησα -βλακωδώς- καθήκον μου να της το πω κι εκείνη θεώρησε καλό να μη με πιστέψει και να με απομακρύνει. Η παρέα έσπασε και δεν ξανακόλλησε ποτέ. Στο μεταξύ είχα γνωρίσει τον Rebesque κι εκείνος μου είχε συστήσει τον Ορέστη, ο Ορέστης είχε φέρει την κοπέλα του, την Ανδρομέδα κι εκείνη, μια φίλη της, τη Βερενίκη. Μια φιλία που κρατούσε από τις μητέρες τους, και είχε περάσει στις ίδιες και στις αδελφές τους. Αξιοπερίεργο για μένα, που οι γυναίκες φίλες μου ήταν μετρημένες στα δάχτυλα. Η Βερενίκη είχε μια ετεροθαλή αδελφή, τη Δώρα κι ένα ταλαίπωρο παιδί που την πολιορκούσε, τον Κωνσταντίνο. Η Ανδρομέδα, είχε μια αδελφή, την Ελπίδα. Οποιαδήποτε σχέση με κχτηνάκια που γνωρίζετε εκ του μαγαζού, δεν είναι καθόλου συμπτωματική.
Έκτοτε, φρόντισα να απομακρυνθώ από τις ανθυγιεινές επιφανειακές σχέσεις των νομικάριων. Ο Νικηφόρος, πιστός φίλος πάντα, ετοιμαζόταν να φύγει για το Tubingen, θνησιγενή χαζοφλερτάκια έπαιρναν γενναίες δόσεις χυλόπιτας, οι... φίλοι έστελναν μηνύματα τύπου "χρόνια πολλά και να τα πούμε σύντομα", Εκείνος (με κεφαλαίο Ε) είχε σκοτωθεί το καλοκαίρι, οι φίλοι ήταν απόλυτα δίπλα μου και κάπου εκεί γνωριστήκαμε με τον Θωμά, ξάδερφο του Ορέστη, ο οποίος ήταν η χαρά της ζωής, αν και γιατρός. Ο Κωνσταντίνος της Βερενίκης, έφερε στην παρέα τον Ροβέρτο-Αλέξανδρο.
Το φροντιστήριο μου κληροδότησε έναν ακόμη "φίλο" που χάθηκε στην πορεία -δεν είχαμε και πολλά κοινά άλλωστε- κι έναν άλλο φίλο που αναρωτιέμαι για την ποιότητα και την έκταση της φιλίας του. Πολλές φίλες Μαρίες, τις οποίες εμπιστεύτηκα και διαπίστωσα ότι δεν έπρεπε (εξ ου και με το όνομα έχω ένα θέμα), εκτός από μία, με την οποία αναρωτιέμαι αν θα είμαστε ακόμη φίλες και όταν ξαναγυρίσω.
Σούμα: ο ένας Α, με τον οποίο βρισκόμασταν στη χάση και στη φέξη με αποχαιρέτησε με μηνυματάκι. Η Μαρία, στην οποία αναφέρομαι παραπάνω, μπλεγμένη στα επαγγελματικοπροσωπικά της, δεν τα κατάφερε. Ο Νικηφόρος, ο Ορέστης, η Ανδρομέδα και η Βερενίκη με βλέπουν από ψηλά. Η Φ. και ο Γ. από τα γνωστά καφέ στενοχωρήθηκαν. Ο Rebesque, αδελφός πια, έχει κατεβάσει πλερέζες, ο καημένος μου. Τα κχτηνάκια μου επίσης. Οι υπόλοιποι προαναφερθέντες, με όσους κρατήσαμε έστω επαφή, δεν το έμαθαν. Και δε χρειάζεται. Ψεύτικες συγκινήσεις και feau χαιρετισμούς τα γράφω στα παλαιότερα των υποδημάτων μου.
Συμπέρασμα: η Νομική είναι κακό περιβάλλον για φιλίες. Τελεία και παύλα. Και δεν το παίρνω πίσω. Χαίρομαι που έφυγα. Που γλύτωσα από την υποκρισία τους. Που δε με ψεύτισαν. Και που δε με έκαναν ένα ακόμη τυπάκι "Βρε συ, να βρεθούμε καμία μέρα, να πάμε πουθενά, να πούμε τίποτα". Απεταξάμην λέμε!
Κατά τα άλλα, καλά να είναι γνωστοί, φίλοι, πρώην φίλοι, κάποτε φίλοι, παραλίγο φίλοι, λυκόφιλοι και οι λοιπές συνομοταξίες.
Και καλή Ανάσταση!

(Οι μεταλλάδες, προσοχή στα κεραμίδια. Οι υπόλοιποι στα βεγγαλικά. Οι γυναίκες στο μαλλί.)