Α, εγώ τους προειδοποίησα. Τους είπα: "οι κριτικοί δε λένε και τα καλύτερα". Και οι δύο μου είπαν με ένα στόμα, μια φωνή "δεν ασχολούμαι με τις κριτικές". Η διάθεση στα ύψη και μπαίνουμε στην αίθουσα. Τα "προσεχώς" φεύγουν, η ταινία έρχεται.
"Ψυχή βαθιά" είναι η πολεμική ιαχή των ανταρτών, μάλλον προερχόμενη από το ποίημα του Αιμίλιου Βεάκη:
"Ψυχή βαθιά" είναι η πολεμική ιαχή των ανταρτών, μάλλον προερχόμενη από το ποίημα του Αιμίλιου Βεάκη:
"...για του Ανθρώπου την πάλη την αιώνια
για λευτεριά και δικαιοσύνη,
για τ' αγαθά - πανανθρώπινο χτήμα -
για τη γη, το νερό, τον αγέρα,
Ψυχή βαθιά κι ευλογητός ο Αγώνας!"
για λευτεριά και δικαιοσύνη,
για τ' αγαθά - πανανθρώπινο χτήμα -
για τη γη, το νερό, τον αγέρα,
Ψυχή βαθιά κι ευλογητός ο Αγώνας!"
Ξεκινά με έναν στίχο του Μάρκου Μέσκου που συγκινεί με την απλότητά του: "Σε ποιον θάνατο πήγες. Περνούσε αεράκι από εκεί;" και με μια φρικώδη στατιστική: Στα πεδία των μαχών των Βαλκανικών πολέμων χάθηκαν 12.000 έλληνες στρατιώτες, στη Μικρασιάτικη εκστρατεία 37.000, στην Ιταλογερμανική επίθεση 15.000 και στον Εμφύλιο 70.000, στρατιώτες και αντάρτες. Αν και διαβάσαμε και το εξής: "Σχετικά με τις απώλειες αναφέρονται 70.000 νεκροί κατά την τελευταία πράξη του δράματος (τρίτος γύρος), συγκεκριμένα δε 25.000 αντάρτες και 45.000 του εθνικού στρατού. Ωστόσο, σύμφωνα με εκτεταμένη έρευνά μου επί πολλά χρόνια, βάσει στοιχείων των τριών Γενικών Επιτελείων και 16 συναφών εκδόσεων, προκύπτουν τα εξής συγκεντρωτικά στοιχεία: Απώλειες εθνικού στρατού: 18.058 την περίοδο 1946-49 και 21.857 συνολικά. Απώλειες ανταρτών, την τριετία 1946-49, 38.000-52.000. Σύνολο καταγραμμένων νεκρών σε όλους τους εθνικούς μας αγώνες, από το 1830 μέχρι το 1974, περίπου 94.000 (Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος: 15.796). Σύνολο νεκρών κατά τον Εμφύλιο (αντιμαχόμενων παρατάξεων και άμαχου πληθυσμού), μεταξύ 120.000 και 220.000. Οπως είναι γνωστό, η ηττηθείσα πλευρά δεν έχει ανακοινώσει ως σήμερα αριθμό θυμάτων της στον Εμφύλιο."
Και περνάμε στην υπόθεση: δύο αδέρφια, ο Ανέστης, 17 ετών και ο Βλάσης, 14 ετών, τσοπανόπουλα, οδηγούν, τον Εθνικό Στρατό ο πρώτος και τον Δημοκρατικό ο δεύτερος, στα βράχια του Γράμμου, που γνωρίζουν σαν την παλάμη τους. Είναι 1949 και ο Εμφύλιος είναι κοντά στο τέλος του. Η Ελληνική Κυβέρνηση, πιεσμένη από τους Αμερικανούς, αναζητά οριστική επίλυση του θέματος. Οι αντάρτες, εξαντλημένοι αλλά πιστοί στο όραμα και τον αγώνα τους, περιμένουν τις ενισχύσεις από τους Σοβιετικούς. Η μάνα Ζαχαρούλα (από μια άλλη οπτική, η ίδια η Ελλάδα) με τα γράμματά της προσπαθεί να κρατήσει τα παιδιά της το ένα δίπλα στο άλλο. Τον αντάρτη δίπλα στο στρατιώτη. Γιατί, ουσιαστικά και οι δύο πλευρές αποτελούνταν από τους ίδιους ανθρώπους: "φτωχοί εμείς, φτωχοί κι εσείς", φωνάζει στους στρατιώτες η κοκκινομάλλα αντάρτισσα Γιαννούλα σε μια προσπάθεια συμφιλίωσης. Η ίδια αντάρτισσα που ενώ ανταλλάσσει χυδαία πειράγματα με τον ανθυπολοχαγό μέσω τηλεβόα, κουβαλάει τον πόνο από το θάνατο του μωρού της (και με σκληρότητα ηρωίδας αρχαίας τραγωδίας εκδικείται τον υπαίτιο) όσο και τη συνειδητοποίηση της θέσης της, όπως άλλωστε και όλες οι αντάρτισσες. Ο μικρός Βλάσης τη ρωτάει "Τι έκανες συναγωνίστρια πριν γίνεις συναγωνίστρια;" και εκείνη του απαντάει "Ράφτρα ήμουνα, κι όταν τελειώσουμε από δω πάλι ράφτρα θα είμαι".
Εξαιρετική δουλειά έγινε στο κάστινγκ. Τα πρόσωπα αντικατοπτρίζουν τον ρόλο τους: σκληροπυρηνικοί οι "ηγέτες" των δύο πλευρών, Ντούλας και Τριαντάφυλλος, με το ίδιο αετίσιο βλέμμα και το ίδιο πείσμα, αλλά και την αίσθηση της τιμής του πολεμιστή. Οι σύντροφοί τους είναι από συνειδητοποιημένοι πολεμιστές, μέχρι παιδιά που απλά στρατεύθηκαν στον ΔΣΕ ή χαβαλέδες στρατιώτες του ΕΣ. Και όλα αυτά φαίνονται ανάγλυφα στα πρόσωπά τους. Καταλυτικές οι μορφές των γερόντων: ο Θανάσης Βέγγος, μέσα σε 3 λεπτά, με δυο φράσεις και μερικές κινήσεις, δίνει όλο το νόημα. "Δεν είναι πόλεμος αυτός, είναι ντροπή. Έλληνες να τουφεκάνε Έλληνες;" Απλές οι λέξεις, συντριπτικό το νόημα. Με τρεμάμενο χέρι αγγίζει την τρύπα από τη σφαίρα στο στήθος του εγγονού του και αμέσως το τραβάει. "Μου κάψανε το σπίτι μου. Τουλάχιστον να έχω ένα μνήμα να πηγαίνω". Συγκινητική και η σκηνή με την αντάρτισσα που μπαίνει σε ένα σταύλο για να κλέψει: η γριούλα νοικοκυρά της δίνει από μόνη της προμήθειες και τη φιλάει στοργικά σαν μάνα. Πόσες εκατοντάδες φορές να επαναλήφθηκε αυτή η σκηνή σε όλη την Ελλάδα τότε... Αν και συχνότερα συνέβαινε αυτό (αληθινό περιστατικό): "Ένα βράδυ μπήκε στο σταύλο μας ο Δ, ξάδερφος της μάνας μου, που ήταν αντάρτης. Τα αδέρφια μου φευγάτα. Ο Η ήταν στον στρατό, τον Ν. τον είχαν πάρει οι αντάρτες. Ο πατέρας στη φυλακή, δήθεν γιατί τους βοηθούσε. Ζωντανά πολλά δεν είχαμε, μας τα είχαν πάρει. Δυο κατσικούλες είχαν μείνει. Η μάνα μου τον παρακάλεσε: "Άσε μου βρε Δ. τη μια τουλάχιστον, να έχω γάλα για το παιδί..." Δεν της απάντησε. Την κοίταξε στα μάτια, πήρε τα ζωντανά κι έφυγε".
Η ταινία έχει πολλές ιδιαίτερα ωμές σκηνές: ένα πρόχειρο νοσοκομείο μετά από μια μάχη "σφαγείο", άφθονες συρράξεις, ένα κεφάλι μέσα σε ένα σακί (ο πατέρας μου, εκείνη την εποχή κάπου 10 ετών, είχε δει κάτι ανάλογο) και βέβαια, το αποτέλεσμα των ναπάλμ (που προσωπικά με συγκλόνισε). Έχει πολλές μεμονωμένες αληθινές ιστορίες και αναφορές (όπως πχ του στρατοδίκη με το προσωνύμιο "Κινίνο" που δεν ήταν άλλος από το στρατοδίκη Λαμίας, ο οποίος είχε ονομαστεί έτσι γιατί οι ποινές που επέβαλλε ήταν πάντα "εις θάνατον"). Έχει όμως και πολλή ανθρωπιά, πχ στη σκηνή όπου στρατιώτες και αντάρτες μαζεύονται στην ίδια σκηνή γύρω από την ίδια φωτιά: γεγονός που πραγματικά συνέβη στα Άγραφα, όταν αντάρτες και στρατιώτες προχώρησαν σε μια ιδιότυπη ανακωχή μέχρι την επόμενη μέρα, που πήραν πάλι θέσεις μάχης. Ο μεγάλος αδελφός πάντα φυλάει φαγώσιμα για τον μικρό, ο μικρός -όπως όλοι οι Βενιαμίν- δείχνει τάσεις ανεξαρτησίας απέναντι στον μεγάλο, ιδίως από τη στιγμή που από Βλάσης γίνεται συναγωνιστής Φλόγας και παίρνει παράσημο ως πολυβολητής. Η ανθρωπιά υπάρχει ακόμη και μέσα στους επιτελείς: ο Βαν Φλιτ επιβάλλει τη ρίψη ναπάλμ, ο έλληνας αρχιστράτηγος αντιτίθεται σοκαρισμένος αλλά αναγκάζεται να δεχτεί.
Η ταινία δεν εξιδανικεύει. Οι ήρωές της αμφιβάλλουν, φοβούνται, ερωτεύονται, παθαίνουν "φρίξη", κάνουν σχέδια, ονειρεύονται, παραληρούν, κλαίνε, γλεντάνε. Κάποιοι μένουν εχθροί ως το τέλος, όπως ο ανθυπολοχαγός Τριαντάφυλλος που φτύνει την νεκρή Γιαννούλα (αλλά δίνει την σφαίρα της αυτοκτονίας στον καπετάν Ντούλα). Κάποιοι προσπαθούν να μην αφήσουν εκκρεμότητες πριν πεθάνουν. Κάποιοι αναγνωρίζουν ανάμεσα στους νεκρούς της μάχης φίλους, γνωστούς, δικούς και δεν μπορούν να το αντέξουν. Ο ΕΣ υπακούει στις διαταγές των Αμερικανών, ο ΔΣΕ περιμένει τους Σοβιετικούς που ποτέ δεν έρχονται. "Το Κρεμλίνο έχει πολλούς διαδρόμους"...Το τέλος λέω να μην το αποκαλύψω, ώστε όσοι δεν την έχετε δει ακόμη, να σπεύσετε.
Ο Εμφύλιος τέλειωσε το '49, ίσως όχι τόσο λόγω των ναπάλμ (που επιτέλους έγινε ευρύτερα γνωστό ότι δεν πρωτοχρησιμοποιήθηκαν στην Κορέα) όσο της φυσικής εξάντλησης των ανταρτών (υπάρχουν βέβαια σε όλη την Ελλάδα και μεμονωμένες περιπτώσεις ανταρτών που μετά το '49 κρυβόντουσαν επί χρόνια και παραδόθηκαν μόνοι τους).
Γενικά η ταινία απεικονίζει ιδιαίτερα ρεαλιστικά τα γεγονότα της εποχής, όσο μου επιτρέπουν να συμπεράνω οι αφηγήσεις των θείων μου (ο ένας στον ΕΣ και ο άλλος στον ΔΣΕ) και η δική μου μελέτη. Καλογυρισμένη, πολύ καλή δουλειά στη σκηνογραφία και την ενδυματολογία, εξαιρετικές οι ερμηνείες των μικρών πρωταγωνιστών, λατρεμένη η Βικτώρια Χαραλαμπίδου -έτσι κι αλλιώς- απίστευτος ο Θανάσης Βέγγος. Με ένα λόγο, ακόμα ένα διαμάντι του ελληνικού κινηματογράφου. Και με ένα συγκλονιστικό soundtrack.
Όταν βγήκαμε από την αίθουσα, τα μάτια μου ήταν πρησμένα από το κλάμα. Ο αδελφός μου και ο Αλέξης (ο δικός μας Ροβέρτος-Αλέξανδρος) που με συνόδευαν, είχαν επίσης κόκκινα μάτια. Δεινοί μελετητές της νεότερης και σύγχρονης ιστορίας και οι δύο, άρα και εξοικειωμένοι με τα γεγονότα, πρώην πεζοναύτες και οι δύο, άρα σκληραγωγημένοι και ψύχραιμοι, πίστευα ότι δε θα συγκινούνταν τόσο...
Προσωπικά, με άριστα το 10, θα έβαζα ανεπιφύλακτα 9.
Και περνάμε στην υπόθεση: δύο αδέρφια, ο Ανέστης, 17 ετών και ο Βλάσης, 14 ετών, τσοπανόπουλα, οδηγούν, τον Εθνικό Στρατό ο πρώτος και τον Δημοκρατικό ο δεύτερος, στα βράχια του Γράμμου, που γνωρίζουν σαν την παλάμη τους. Είναι 1949 και ο Εμφύλιος είναι κοντά στο τέλος του. Η Ελληνική Κυβέρνηση, πιεσμένη από τους Αμερικανούς, αναζητά οριστική επίλυση του θέματος. Οι αντάρτες, εξαντλημένοι αλλά πιστοί στο όραμα και τον αγώνα τους, περιμένουν τις ενισχύσεις από τους Σοβιετικούς. Η μάνα Ζαχαρούλα (από μια άλλη οπτική, η ίδια η Ελλάδα) με τα γράμματά της προσπαθεί να κρατήσει τα παιδιά της το ένα δίπλα στο άλλο. Τον αντάρτη δίπλα στο στρατιώτη. Γιατί, ουσιαστικά και οι δύο πλευρές αποτελούνταν από τους ίδιους ανθρώπους: "φτωχοί εμείς, φτωχοί κι εσείς", φωνάζει στους στρατιώτες η κοκκινομάλλα αντάρτισσα Γιαννούλα σε μια προσπάθεια συμφιλίωσης. Η ίδια αντάρτισσα που ενώ ανταλλάσσει χυδαία πειράγματα με τον ανθυπολοχαγό μέσω τηλεβόα, κουβαλάει τον πόνο από το θάνατο του μωρού της (και με σκληρότητα ηρωίδας αρχαίας τραγωδίας εκδικείται τον υπαίτιο) όσο και τη συνειδητοποίηση της θέσης της, όπως άλλωστε και όλες οι αντάρτισσες. Ο μικρός Βλάσης τη ρωτάει "Τι έκανες συναγωνίστρια πριν γίνεις συναγωνίστρια;" και εκείνη του απαντάει "Ράφτρα ήμουνα, κι όταν τελειώσουμε από δω πάλι ράφτρα θα είμαι".
Εξαιρετική δουλειά έγινε στο κάστινγκ. Τα πρόσωπα αντικατοπτρίζουν τον ρόλο τους: σκληροπυρηνικοί οι "ηγέτες" των δύο πλευρών, Ντούλας και Τριαντάφυλλος, με το ίδιο αετίσιο βλέμμα και το ίδιο πείσμα, αλλά και την αίσθηση της τιμής του πολεμιστή. Οι σύντροφοί τους είναι από συνειδητοποιημένοι πολεμιστές, μέχρι παιδιά που απλά στρατεύθηκαν στον ΔΣΕ ή χαβαλέδες στρατιώτες του ΕΣ. Και όλα αυτά φαίνονται ανάγλυφα στα πρόσωπά τους. Καταλυτικές οι μορφές των γερόντων: ο Θανάσης Βέγγος, μέσα σε 3 λεπτά, με δυο φράσεις και μερικές κινήσεις, δίνει όλο το νόημα. "Δεν είναι πόλεμος αυτός, είναι ντροπή. Έλληνες να τουφεκάνε Έλληνες;" Απλές οι λέξεις, συντριπτικό το νόημα. Με τρεμάμενο χέρι αγγίζει την τρύπα από τη σφαίρα στο στήθος του εγγονού του και αμέσως το τραβάει. "Μου κάψανε το σπίτι μου. Τουλάχιστον να έχω ένα μνήμα να πηγαίνω". Συγκινητική και η σκηνή με την αντάρτισσα που μπαίνει σε ένα σταύλο για να κλέψει: η γριούλα νοικοκυρά της δίνει από μόνη της προμήθειες και τη φιλάει στοργικά σαν μάνα. Πόσες εκατοντάδες φορές να επαναλήφθηκε αυτή η σκηνή σε όλη την Ελλάδα τότε... Αν και συχνότερα συνέβαινε αυτό (αληθινό περιστατικό): "Ένα βράδυ μπήκε στο σταύλο μας ο Δ, ξάδερφος της μάνας μου, που ήταν αντάρτης. Τα αδέρφια μου φευγάτα. Ο Η ήταν στον στρατό, τον Ν. τον είχαν πάρει οι αντάρτες. Ο πατέρας στη φυλακή, δήθεν γιατί τους βοηθούσε. Ζωντανά πολλά δεν είχαμε, μας τα είχαν πάρει. Δυο κατσικούλες είχαν μείνει. Η μάνα μου τον παρακάλεσε: "Άσε μου βρε Δ. τη μια τουλάχιστον, να έχω γάλα για το παιδί..." Δεν της απάντησε. Την κοίταξε στα μάτια, πήρε τα ζωντανά κι έφυγε".
Η ταινία έχει πολλές ιδιαίτερα ωμές σκηνές: ένα πρόχειρο νοσοκομείο μετά από μια μάχη "σφαγείο", άφθονες συρράξεις, ένα κεφάλι μέσα σε ένα σακί (ο πατέρας μου, εκείνη την εποχή κάπου 10 ετών, είχε δει κάτι ανάλογο) και βέβαια, το αποτέλεσμα των ναπάλμ (που προσωπικά με συγκλόνισε). Έχει πολλές μεμονωμένες αληθινές ιστορίες και αναφορές (όπως πχ του στρατοδίκη με το προσωνύμιο "Κινίνο" που δεν ήταν άλλος από το στρατοδίκη Λαμίας, ο οποίος είχε ονομαστεί έτσι γιατί οι ποινές που επέβαλλε ήταν πάντα "εις θάνατον"). Έχει όμως και πολλή ανθρωπιά, πχ στη σκηνή όπου στρατιώτες και αντάρτες μαζεύονται στην ίδια σκηνή γύρω από την ίδια φωτιά: γεγονός που πραγματικά συνέβη στα Άγραφα, όταν αντάρτες και στρατιώτες προχώρησαν σε μια ιδιότυπη ανακωχή μέχρι την επόμενη μέρα, που πήραν πάλι θέσεις μάχης. Ο μεγάλος αδελφός πάντα φυλάει φαγώσιμα για τον μικρό, ο μικρός -όπως όλοι οι Βενιαμίν- δείχνει τάσεις ανεξαρτησίας απέναντι στον μεγάλο, ιδίως από τη στιγμή που από Βλάσης γίνεται συναγωνιστής Φλόγας και παίρνει παράσημο ως πολυβολητής. Η ανθρωπιά υπάρχει ακόμη και μέσα στους επιτελείς: ο Βαν Φλιτ επιβάλλει τη ρίψη ναπάλμ, ο έλληνας αρχιστράτηγος αντιτίθεται σοκαρισμένος αλλά αναγκάζεται να δεχτεί.
Η ταινία δεν εξιδανικεύει. Οι ήρωές της αμφιβάλλουν, φοβούνται, ερωτεύονται, παθαίνουν "φρίξη", κάνουν σχέδια, ονειρεύονται, παραληρούν, κλαίνε, γλεντάνε. Κάποιοι μένουν εχθροί ως το τέλος, όπως ο ανθυπολοχαγός Τριαντάφυλλος που φτύνει την νεκρή Γιαννούλα (αλλά δίνει την σφαίρα της αυτοκτονίας στον καπετάν Ντούλα). Κάποιοι προσπαθούν να μην αφήσουν εκκρεμότητες πριν πεθάνουν. Κάποιοι αναγνωρίζουν ανάμεσα στους νεκρούς της μάχης φίλους, γνωστούς, δικούς και δεν μπορούν να το αντέξουν. Ο ΕΣ υπακούει στις διαταγές των Αμερικανών, ο ΔΣΕ περιμένει τους Σοβιετικούς που ποτέ δεν έρχονται. "Το Κρεμλίνο έχει πολλούς διαδρόμους"...Το τέλος λέω να μην το αποκαλύψω, ώστε όσοι δεν την έχετε δει ακόμη, να σπεύσετε.
Ο Εμφύλιος τέλειωσε το '49, ίσως όχι τόσο λόγω των ναπάλμ (που επιτέλους έγινε ευρύτερα γνωστό ότι δεν πρωτοχρησιμοποιήθηκαν στην Κορέα) όσο της φυσικής εξάντλησης των ανταρτών (υπάρχουν βέβαια σε όλη την Ελλάδα και μεμονωμένες περιπτώσεις ανταρτών που μετά το '49 κρυβόντουσαν επί χρόνια και παραδόθηκαν μόνοι τους).
Γενικά η ταινία απεικονίζει ιδιαίτερα ρεαλιστικά τα γεγονότα της εποχής, όσο μου επιτρέπουν να συμπεράνω οι αφηγήσεις των θείων μου (ο ένας στον ΕΣ και ο άλλος στον ΔΣΕ) και η δική μου μελέτη. Καλογυρισμένη, πολύ καλή δουλειά στη σκηνογραφία και την ενδυματολογία, εξαιρετικές οι ερμηνείες των μικρών πρωταγωνιστών, λατρεμένη η Βικτώρια Χαραλαμπίδου -έτσι κι αλλιώς- απίστευτος ο Θανάσης Βέγγος. Με ένα λόγο, ακόμα ένα διαμάντι του ελληνικού κινηματογράφου. Και με ένα συγκλονιστικό soundtrack.
Όταν βγήκαμε από την αίθουσα, τα μάτια μου ήταν πρησμένα από το κλάμα. Ο αδελφός μου και ο Αλέξης (ο δικός μας Ροβέρτος-Αλέξανδρος) που με συνόδευαν, είχαν επίσης κόκκινα μάτια. Δεινοί μελετητές της νεότερης και σύγχρονης ιστορίας και οι δύο, άρα και εξοικειωμένοι με τα γεγονότα, πρώην πεζοναύτες και οι δύο, άρα σκληραγωγημένοι και ψύχραιμοι, πίστευα ότι δε θα συγκινούνταν τόσο...
Προσωπικά, με άριστα το 10, θα έβαζα ανεπιφύλακτα 9.