Μετά τη διακοπή για το Πολυτεχνείο κι επειδή ξεχαστήκαμε με τα αγαπολούλουδα και κινδυνεύουμε να απωλέσουμε τον γευσιγνωσιο-παιδαγωγικό μας ρόλο, ακολουθεί review περί του γνωστού ταβερνοεστιατορίου "Ο τζίτζικας κι ο μέρμηγκας" στην οδό Μητροπόλεως. Η χώστες και ο εξίσου γκουρμέ συνδαιτυμόνας της, είχαν την ατυχή έμπνευση να δοκιμάσουν τη μαγειρική του.
Ο εσωτερικός χώρος όμορφος και προσεγμένος. Ο εξωτερικός, καμία σχέση. Τίποτα που να χωρίζει τα τραπέζια από το υπόλοιπο πεζοδρόμιο, ξύλινα παλιά τραπέζια, με κακής ποιότητας τασάκια, με συρταράκι για μαχαιροπίρουνα και χαρτοπετσέτες. Μόνο που το συρταράκι ήταν στραμμένο προς τον έναν ή τον άλλον συνδαιτυμόνα, με αποτέλεσμα να αδειάζει μεν αλλά να μην είναι εύκολο να γεμίσει (με τα απαραίτητα). Ο κατάλογος μίνιμαλ. Οι επιλογές περιορισμένες και με ιδιότυπες εμπνεύσεις. Μα, μπαλσάμικο στην κλασική χοιρινή τηγανιά;
Πριν προλάβουμε να παραγγείλουμε, μας ήρθαν ΥΠΟΧΡΕΩΤΙΚΑ δύο τσίπουρα (ο Θεός να κάνει τσίπουρο αυτό το ξέπλυμα) κι ένα πιάτο με δύο μικρές πιπεριές και 5(!) ελιές. Μαγευτήκαμε. Ο αγαπημένος μου συνδαιτυμόνας, αν και με καταγωγή που θα δικαιολογούσε την άκρατη οινο-μπυρο-τσιπουρο-αλκοολοποσία εν γένει, δεν αρέσκεται στο να πίνει και είναι εξαιρετικά εκλεκτικός σχετικά με το τι αγγίζει τους γευστικούς του κάλυκες. Εξ ου και δεν αγγίξαμε το "τσίπουρο" και τις ελιές (που κανείς από τους δυο μας δεν προτιμά).
Το νερό είναι απαραίτητο για τον άνθρωπο, ο οποίος σε πολύ μεγάλο ποσοστό αποτελείται από αυτό και ζει σε έναν πλανήτη που επείσης σε μεγάλο ποσοστό καλύπτεται από νερό. Γιατί όμως είναι τόσο δύσκολο, στο κέντρο της Αθήνας, να πιεις νερό άχρωμο, άγευστο και άοσμο; Γιατί ενώ η ηπειρωτική Ελλάδα παράγει μερικά από τα καλύτερης ποιότητας νερά πανευρωπαϊκά πρέπει ο καταναλωτής να εξαναγκάζεται σε εμφιαλωμένο ή να συμβιβάζεται με το χέβι μέταλ (πολλά μέταλλα όμως!) νερό του κέντρου;
Και κάπου εκεί, αποφασίσαμε να παραγγείλουμε. Σαλάτα είχαμε φάει και οι δύο το μεσημέρι στο πόδι, οπότε την αφήσαμε, παραγγείλαμε πατάτα "σε ενδιαφέρουσα", τυροκαυτερή, χοιρινή τηγανιά, μπιφτέκι στη σχάρα και μοσχαρίσια σταβλίσια. Ο ερασιτέχνης σομελιέ συνδαιτυμόνας μου βρήκε τον κατάλογο των κρασιών επιεικώς απαράδεκτο, πίνει μόνο για την απόλαυση άλλωστε, η δε αφεντιά μου μεθά πανεύκολα, οπότε το αφήσαμε.
Κι έρχεται η πατάτα. Μικρή, τα μανιτάρια και το τυρί ήταν ανύπαρκτα, το αλλαντικό ήταν πάριζα με υποψία κακής ποιότητας μπέικον(?). Την αφήσαμε. Η τυροκαυτερή, απογοητευτική: αντί της κρεμώδους υφής, μικρά κομμάτια φέτα, καθώς και μικρά κομμάτια πιπεριά. Καμιά ομοιογένεια, τίποτα που να θυμίζει spread, σκέτη αποτυχία. Στάδιο δεύτερο, χοιρινή τηγανιά, χωρίς μπαλσάμικο (λατρεύω όταν οι άνθρωποι θυμούνται τις γευστικές μου ιδιοτροπίες και δυσανεξίες που είναι -ομολογουμένως- αρκετές) αλλά με αρκετό κόλιανδρο. Ο κόλιανδρος έδινε μια φρεσκάδα στη γεύση, αλλά η τηγανιά ήταν απογοήτευση. Πολύ λάδι, σχεδόν ανεπαίσθητο κρασί στο σβήσιμο, καθόλου λεμόνι. Αναγκαστήκαμε να ζητήσουμε λεμόνι και με πολύ καλή διάθεση προσπαθήσαμε να φάμε από μισή μερίδα, αλλά δεν τα καταφέραμε.
Περιμέναμε μισή ώρα για το κυρίως πιάτο, γεγονός που δε μας γοήτευσε ιδιαίτερα. Σημειωτέον, φάγαμε γύρω στις 6 το απόγευμα, μια ώρα που το κατάστημα δεν ήταν και γεμάτο κόσμο. Φυσικά οι σερβιτόροι προτιμούσαν να στέκουν έξω και να καπνίζουν παρά να εξυπηρετούν. Εξαιρετικά κακή εικόνα. Και κάπου εκεί, ήρθε το κυρίως: Πατάτες προτηγανισμένες, μπιφτέκι κατεψυγμένο, το οποίο δεν έκανε κανείς τον κόπο έστω να ξαναζυμώσει πριν το ρίξει στη σχάρα. Στο κόψιμο, ανάβλυζε ένα υπόλευκο υγρό, στο στόμα θρυμματιζόταν, νόστιμο μεν, απαράδεκτο τεχνικά δε. Η σταβλίσια του αγαπημένου συνδαιτυμόνα, πήγαινε για καλοψημένη, αλλά είχε καταλήξει απέξω καμμένη κι από μέσα ροζ. Όλα αυτά τα αριστουργήματα κόστισαν 57,20 ευρώ. Το φιλοδώρημα ήταν μόλις 30 λεπτά, αν και επέμεινα να είναι μηδενικό. Συμβουλή: stay away!
Ο εσωτερικός χώρος όμορφος και προσεγμένος. Ο εξωτερικός, καμία σχέση. Τίποτα που να χωρίζει τα τραπέζια από το υπόλοιπο πεζοδρόμιο, ξύλινα παλιά τραπέζια, με κακής ποιότητας τασάκια, με συρταράκι για μαχαιροπίρουνα και χαρτοπετσέτες. Μόνο που το συρταράκι ήταν στραμμένο προς τον έναν ή τον άλλον συνδαιτυμόνα, με αποτέλεσμα να αδειάζει μεν αλλά να μην είναι εύκολο να γεμίσει (με τα απαραίτητα). Ο κατάλογος μίνιμαλ. Οι επιλογές περιορισμένες και με ιδιότυπες εμπνεύσεις. Μα, μπαλσάμικο στην κλασική χοιρινή τηγανιά;
Πριν προλάβουμε να παραγγείλουμε, μας ήρθαν ΥΠΟΧΡΕΩΤΙΚΑ δύο τσίπουρα (ο Θεός να κάνει τσίπουρο αυτό το ξέπλυμα) κι ένα πιάτο με δύο μικρές πιπεριές και 5(!) ελιές. Μαγευτήκαμε. Ο αγαπημένος μου συνδαιτυμόνας, αν και με καταγωγή που θα δικαιολογούσε την άκρατη οινο-μπυρο-τσιπουρο-αλκοολοποσία εν γένει, δεν αρέσκεται στο να πίνει και είναι εξαιρετικά εκλεκτικός σχετικά με το τι αγγίζει τους γευστικούς του κάλυκες. Εξ ου και δεν αγγίξαμε το "τσίπουρο" και τις ελιές (που κανείς από τους δυο μας δεν προτιμά).
Το νερό είναι απαραίτητο για τον άνθρωπο, ο οποίος σε πολύ μεγάλο ποσοστό αποτελείται από αυτό και ζει σε έναν πλανήτη που επείσης σε μεγάλο ποσοστό καλύπτεται από νερό. Γιατί όμως είναι τόσο δύσκολο, στο κέντρο της Αθήνας, να πιεις νερό άχρωμο, άγευστο και άοσμο; Γιατί ενώ η ηπειρωτική Ελλάδα παράγει μερικά από τα καλύτερης ποιότητας νερά πανευρωπαϊκά πρέπει ο καταναλωτής να εξαναγκάζεται σε εμφιαλωμένο ή να συμβιβάζεται με το χέβι μέταλ (πολλά μέταλλα όμως!) νερό του κέντρου;
Και κάπου εκεί, αποφασίσαμε να παραγγείλουμε. Σαλάτα είχαμε φάει και οι δύο το μεσημέρι στο πόδι, οπότε την αφήσαμε, παραγγείλαμε πατάτα "σε ενδιαφέρουσα", τυροκαυτερή, χοιρινή τηγανιά, μπιφτέκι στη σχάρα και μοσχαρίσια σταβλίσια. Ο ερασιτέχνης σομελιέ συνδαιτυμόνας μου βρήκε τον κατάλογο των κρασιών επιεικώς απαράδεκτο, πίνει μόνο για την απόλαυση άλλωστε, η δε αφεντιά μου μεθά πανεύκολα, οπότε το αφήσαμε.
Κι έρχεται η πατάτα. Μικρή, τα μανιτάρια και το τυρί ήταν ανύπαρκτα, το αλλαντικό ήταν πάριζα με υποψία κακής ποιότητας μπέικον(?). Την αφήσαμε. Η τυροκαυτερή, απογοητευτική: αντί της κρεμώδους υφής, μικρά κομμάτια φέτα, καθώς και μικρά κομμάτια πιπεριά. Καμιά ομοιογένεια, τίποτα που να θυμίζει spread, σκέτη αποτυχία. Στάδιο δεύτερο, χοιρινή τηγανιά, χωρίς μπαλσάμικο (λατρεύω όταν οι άνθρωποι θυμούνται τις γευστικές μου ιδιοτροπίες και δυσανεξίες που είναι -ομολογουμένως- αρκετές) αλλά με αρκετό κόλιανδρο. Ο κόλιανδρος έδινε μια φρεσκάδα στη γεύση, αλλά η τηγανιά ήταν απογοήτευση. Πολύ λάδι, σχεδόν ανεπαίσθητο κρασί στο σβήσιμο, καθόλου λεμόνι. Αναγκαστήκαμε να ζητήσουμε λεμόνι και με πολύ καλή διάθεση προσπαθήσαμε να φάμε από μισή μερίδα, αλλά δεν τα καταφέραμε.
Περιμέναμε μισή ώρα για το κυρίως πιάτο, γεγονός που δε μας γοήτευσε ιδιαίτερα. Σημειωτέον, φάγαμε γύρω στις 6 το απόγευμα, μια ώρα που το κατάστημα δεν ήταν και γεμάτο κόσμο. Φυσικά οι σερβιτόροι προτιμούσαν να στέκουν έξω και να καπνίζουν παρά να εξυπηρετούν. Εξαιρετικά κακή εικόνα. Και κάπου εκεί, ήρθε το κυρίως: Πατάτες προτηγανισμένες, μπιφτέκι κατεψυγμένο, το οποίο δεν έκανε κανείς τον κόπο έστω να ξαναζυμώσει πριν το ρίξει στη σχάρα. Στο κόψιμο, ανάβλυζε ένα υπόλευκο υγρό, στο στόμα θρυμματιζόταν, νόστιμο μεν, απαράδεκτο τεχνικά δε. Η σταβλίσια του αγαπημένου συνδαιτυμόνα, πήγαινε για καλοψημένη, αλλά είχε καταλήξει απέξω καμμένη κι από μέσα ροζ. Όλα αυτά τα αριστουργήματα κόστισαν 57,20 ευρώ. Το φιλοδώρημα ήταν μόλις 30 λεπτά, αν και επέμεινα να είναι μηδενικό. Συμβουλή: stay away!
9 σχόλια:
Αφού δεν βρήκατε και τον τζίτζικα και τον μέρμηγκα να κολυμπούν μέσα στο λευκό υγρό, ευχαριστημένοι να είσαστε. :)
Καλώς την αγαπητή φοράδα
Εξαιρετικά πνευματώδες σχόλιο...lol
Κρίμα τη φαντεζίλα τους...Ελπίζω να μην έθιξα αγαπημένο στέκι, πάντως...
Καλό μεσημέρι νά'χουμε... :)
Τα υπόλοιπα πήγαν αμάσητα όταν έφαγα εγώ στο εν λόγω something-like-Greek-taverna λέμε... Ταβέρνα που πιστεύει πως είναι High class εστιατόριο... Run Forest , run...
Συναδέλφισσα καλώς σε βρίσκω πάλι!!
Και εγώ τελευταία πήγα στο μαγαζάκι αυτό με παρέα και αργήσανε τόσο πολύ να μας φέρουν τα πιάτα που είχαμε ξεχάσει την πείνα μας...
Εγώ πήρα ένα πιάτο με μπιφτέκια θυμάμαι και κάτι λίγες πατάτες να τα συνοδεύουν...Και μικρή η πατάτα ναι...άδεια τελείως...
Και ναι είναι ακριβό...
Να είσαι καλά και χεράκια αγκαλιές!!!
*Ωραία μουσικούλα παίζει στη γωνιά σου!!:)
Πετυχημένος ο τίτλος!!!!χαχαχα!!!:))
Και γιατί δε με ρωτούσες,βρε αγάπη μου;Πόσο απελπισμένοι ήσασταν;Ο γκουρμέ ήταν ο Rebesque;(Για όνομα!)Γιατί αρχικά νόμισα ότι ήταν ο Αλέξης.
Κλασικά
xxxxxx
Ρεμπέσκ μου
Και γιατί δεν είπες τίποτα, παλικάρι μου και μας άφησες να πάμε ως αμνοί επί σφαγήν;
Αυτό δεν είναι "run, Forrest, run", αυτό είναι "ο Τζόνι πήρε τ'όπλο του" (και πολύ καλά έκανε!)
Φιλιά, ατίθασο νιάτο.
Αγαπημένη συναδέλφισσα
Ευχαριστώ για τις παρατηρήσεις, η Λιλιπούπολη είναι στα νο1 των επιλογών και θα ακολουθήσουν 2-3 τραγουδάκια από το δίσκο, γιατί σύντομα θα ανεβάσουμε καλή φαγητοκριτική.
Ως προς το προκείμενο, παρατήρησα ότι επιλέξαμε τα ίδια πιάτα και μάλλον μείναμε εξίσου ικανοποιημένες από ότι κατάλαβα...lol
Τώρα λοιπόν που είπες ακριβό, θυμήθηκα δείπνο στο Boschetto πριν κανένα χρόνο...αυτό ήταν ακριβό... μάλλον θα γράψω και γι αυτό.
Χεράκια αγκαλιές, γλυκιά μου και προσεχτικά με τη ρημαδογρίπη, αν και τα πιτσιρικάκια σου είναι πολύ υπεύθυνα και γλυκουλίνια!
Φιλάκια!
Άμα λέω γω ότι θες να γίνεις μπεστ σέλλερ, μου παριστάνεις την Κασσιανή μετανοημένη... αλλά το ονοματάκι μια χαρά το κοτσάραμε, άτιμο!
Καλώς ήρθες και επίσημα, Ευγενία μας!
Σχετικά με το "μαγαζί" ήμασταν πολύ πεινασμένοι και οι δύο, όχι απελπισμένοι, απλά στα στομάχια μας σφαζόντουσαν Τσετσένοι αυτονομιστές και έπρεπε να επέμβουν άμεσα οι κυανόκρανοι. Τέτοια ώρα, τέτοια λόγια. Βρε καρδιά μου, αφού μιλάω για συνδαιτυμόνα γκουρμέ και με εμπειρία στα του οίνου, η απάντηση είναι προφανής! Αν συνέτρωγα με τον καλό μου Ρεμπέσκ, θα μιλούσα για συνδαιτυμόνα με αρετές Ταζ!
Οπότε, καλά νόμισες αρχικά...
Φιλάκια πολλά!
Δημοσίευση σχολίου