Κι όμως τα κατάφερα! Περίπου ένα χρόνο αφότου το αγόρασα, κατάφερα και να το τελειώσω. Όχι επειδή είμαι κόρη ακαματρίς και παρόμοιες ανακρίβειες και ψεύδη. Απλά γιατί, εκτός του ότι δεν είχα τον χρόνο και την ηρεμία που ήθελα, κάθε φορά που έκανα ότι στρώνομαι για να διαβάσω, να σου και κάτι να με αποσπάσει. Ο σελιδοδείκτης στη σελίδα που σταματήσαμε και βουρ στους δρόμους να καλύψουμε τα έκτακτα. Έλα μου όμως που το βιβλίο είναι γεμάτο ονόματα και γεγονότα και η ιδιοκτήτρια του χώστεν ουντ ντελικατέσεν αδύναμης μνήμης! Οπότε για να πεις ότι κρατάς έναν στοιχειώδη ειρμό, βγάζεις τον σελιδοδείκτη και το παίρνεις φτου κι απ'την αρχή...
Ο συγγραφέας λέγεται Roberto Saviano. Όταν πρωτάκουσα για το βιβλίο,το 2007 νομίζω (δεν είχε ακόμη εκδοθεί το βιβλίο στην Ελλάδα) είχε ήδη σημειώσει τρελές πωλήσεις και θεώρησα ότι ο συγγραφέας του θα είναι μάλλον κάποιος ολίγον παράξενος, ολίγον σιτεμένος λόγιος, με γυαλί και μούσι. Ε, από όλα αυτά, είχα δίκιο μόνο ως προς το λόγιος και το μούσι. Ο Ρομπέρτο είναι αυτό που λένε μοιραίος άντρας: νέος (μόλις 30 ετών), πολύ όμορφος, εξαιρετικά ευφυής και ευγενικός, γεμάτος ζωντάνια και παλμό όταν μιλάει, χαρισματικός και εξαιρετικά επιτυχημένος -για την ηλικία του- διανοούμενος. Γεννήθηκε στις 22 Σεπτεμβρίου του 1979 στη Νάπολι, όπου σπούδασε φιλοσοφία, ασχολήθηκε με τη δημοσιογραφία και αρθρογραφεί σε εφημερίδες όπως η La Repubblica, η L'Espresso, η Washington Post, η El Pais, η Die Zeit, η Der Spiegel και σε διάφορα περιοδικά.
Έχουμε και λέμε, λοιπόν: Ο τίτλος "Γόμορρα", συμβολική παραφθορά της λέξης "Καμόρρα", όπου Καμόρρα -για να θυμούνται οι παλιοί και να μαθαίνουν οι νεότεροι- ίσον Ναπολιτάνικη Μαφία. Μια πραγματική αυτοκρατορία οργανωμένου εγκλήματος, με διαβαθμίσεις, αποστολές, στρατολόγους, ελεγκτικούς μηχανισμούς, πειθαρχικές ποινές, τα πάντα. Η αλήθεια είναι ότι δε σε προϊδεάζει ιδιαίτερα για το τι επακολουθεί αν και το ρεζουμέ του οπισθόφυλλου είναι αρκετά ενδιαφέρον, (αλλά και αρκετά mild σε σχέση με αυτό που συναντάς μέσα). Μετά, ανοίγεις το βιβλίο και βλέπεις την αφιέρωση: "Σε σένα Σ.,ανάθεμα". Και αναβοσβήνει το ερωτηματικό πάνω από το κεφάλι σου. Και στην επόμενη σελίδα, από μια τηλεφωνική υποκλοπή(!) τη φράση "Οι άνθρωποι είναι σκουλήκια και πρέπει να παραμείνουν σκουλήκια". Κάπου εκεί, αρχίζεις να υποψιάζεσαι.
Και πας στην πρώτη σελίδα. Δεν υπάρχει πρόλογος, ο συγγραφέας μπαίνει κατευθείαν στο ψητό. Το ξεκίνημα θυμίζει τυπικό μπεστ σέλλερ, όχι και της καλύτερης ποιότητας: "Το κοντέινερ ταλαντευόταν καθώς ο γερανός το μετέφερε στο πλοίο". Και συνεχίζει έτσι για σχεδόν 2 σελίδες. Και μετά ξεκινάμε: περιγραφές, στατιστικές, αριθμοί. Πάρε νά'χεις. Εκεί είναι που λες "ωπ, το παλικάρι έχει πραγματικά στοιχεία". Στη δέκατη σελίδα, ουσιαστικά αφηγείται πώς τρύπωσε στα ενδότερα της οργάνωσης. Κι εκεί είναι που λες "οκ, φύγαμε". Και τον ακολουθείς κατά πόδας στο ταξίδι "στην οικονομική αυτοκρατορία και στο όνειρο για κυριαρχία της Καμόρρα".
Και είναι ακριβώς έτσι: ο Ρομπέρτο, μέλος της ερευνητικής ομάδας του Παρατηρίου για την Καμόρρα και την Παρανομία, κατάφερε να χωθεί στην οργάνωση, το "Σύστημα" όπως προτιμούν να το αποκαλούν οι νονοί, και με δημοσιογραφική ακρίβεια να καταγράψει γεγονότα, ονόματα, αριθμούς και στατιστικές. Το ύφος κοφτό, γρήγορο, τόσο παραστατικό σαν να βλέπεις ταινία. Σινεφίλ, θαυμαστής του Παζολίνι, με κινηματογραφική ματιά και απλές λέξεις, ο Ρομπέρτο εισάγει τον αναγνώστη στον κόσμο της Νάπολι και της Καμόρρα. Μεγαλωμένος σε δύο περιοχές-φρούρια της οργάνωσης, περιδιαβαίνοντας με τη βέσπα του για χρόνια στις ίδιες γειτονιές, βάζει τον αναγνώστη μέσα στο σκηνικό. Αν ήταν φωτογραφία, θα ήταν ασπρόμαυρη, με όλους τους τόνους του γκρι. Πάντως, σίγουρα, δεν έχει το γλυκό υποκίτρινο φως της τριλογίας του "Νονού". Κάθε άλλο.
Πολλές κινηματογραφικές αναφορές, λοιπόν, και πολύ ζωντανή αφήγηση: νιώθεις τις μυρωδιές των τοξικών αποβλήτων του Βορρά που η Καμόρρα αναλαμβάνει να "αποθηκεύσει" στον ήδη υποβαθμισμένο Νότο, σχεδόν ακούς τους πυροβολισμούς που βγάζουν από τη μέση ανώτερους και κατώτερους καμορίστες, γυναίκες, ακόμη και παιδιά που έχουν ήδη στρατολογηθεί, βλέπεις ό,τι βάζει ο νους, από "δειγματοληψία" κοκαϊνης μέχρι δολοφονία με άμμο(!) κάποιου που τόλμησε να φλερτάρει την ξαδέρφη κάποιου νονού. Νιώθεις και τα συναισθήματα των απλών ανθρώπων, άλλοτε οργή και απελπισία, άλλοτε παράτολμο θάρρος που τελικά τους βγαίνει σε κακό, αλλά και τα συναισθήματα των ίδιων των μελών της οργάνωσης, που κινούνται από τον κυνισμό και την δίψα για χρήμα κι εξουσία μέχρι τη θρησκοληψία και τη γαλαντομία.
Ο Ρομπέρτο με μια λέξη ξεσκεπάζει την Καμόρρα. Έχει στοιχεία και τα παραθέτει. Είναι οργισμένος και το φωνάζει, ιδίως στην τελευταία φράση του βιβλίου του:
"Ήθελα να φωνάξω, να ξεσκίσω τους πνεύμονές μου, να διαλύσω την τραχεία μου όπως ο Πεταλούδας, και με όλη τη δύναμη του στομαχιού μου, με όση φωνή έβγαινε ακόμη από το λαιμό μου, να ουρλιάξω: "Καταραμένοι μπάσταρδοι, είμαι ακόμη ζωντανός!"
Και η Καμόρρα δεν του το συγχωρεί. Εδώ και δυόμισι χρόνια, ο Ρομπέρτο ζει υπό στρατιωτική και αστυνομική προστασία και κινείται πάντα ινκόγκνιτο γιατί δέχεται συνεχώς απειλές για τη ζωή του. Μετακινείται συνεχώς, σε απόκεντρες περιοχές και η ιδιοκτησία του συνοψίζεται σε μερικές βαλίτσες με τα αναγκαία. Στα 30 του, αδυνατεί να ζήσει σαν όλους τους άλλους, καθώς κάθε έννοια διακοπών ή και απλής εξόδου, ακόμη και μια συνέντευξη, αποτελεί πρόβλημα και απαιτεί σχεδόν στρατηγικό σχεδιασμό. Καταδικάζει ο ίδιος αυτή του την συγγραφική επιλογή και όπως λέει, κάθε φορά που βλέπει σε προθήκη βιβλιοπωλείου το βιβλίο του, στρέφει το βλέμμα.
Ο Ρομπέρτο έχει γίνει σύμβολο κατά του οργανωμένου εγκλήματος. Ο πολύς Umberto Eco, λόγω της θαρραλέας του στάσης, τον αποκαλεί "εθνικό ήρωα". Τον Οκτώβριο του 2008, 6 νομπελίστες, μεταξύ των οποίων οι Orhan Pamuk και Dario Fo, συντάχθηκαν με τον Ρομπέρτο ενάντια της Καμόρρα, διακηρύσσοντας ότι δεν αποτελεί απειλή μόνο για τη δημόσια ασφάλεια, αλλά για την ίδια τη δημοκρατία, ενώ το αίτημα προς την ιταλική κυβέρνηση να εξασφαλίσει μια κανονική και ασφαλή ζωή για τον Ρομπέρτο, είναι γενικευμένο. Το βιβλίο έχει μεταφραστεί σε 47 γλώσσες, έχει κυκλοφορήσει σε 50 χώρες, έχει πουλήσει 3.000.000 αντίτυπα, έχει βραβευθεί τόσο το ίδιο με το Viareggio Repaci 2006 όσο και η ταινία που βασίστηκε σε αυτό, στις Κάννες, με το Grand Prix του 2008. Στο facebook, οι θαυμαστές του είναι σχεδόν 260.000. Στο myspace, κοντά στους 26.000. Προσωπικά, εύχομαι σύντομα να καταλαγιάσουν τα πράγματα και να καταφέρει να συνεχίσει κανονικά τη ζωή του. Και πάνω απ'όλα, να χαμογελάει πιο συχνά, γιατί έχει χαμόγελο μικρού, ξένοιαστου παιδιού.
Γενικά, αν είστε του κλασικού, του μοντέρνου ή του γλυκούλικου, μην το διαβάσετε, θα σοκαριστείτε. Έχει σκληρές εικόνες, οπότε, μην το αφήσετε κοντά σε παιδιά, προβλέπω πολλά ξυπνήματα με κλάματα μέσα στη νύχτα. Εγώ αγόρασα το βιβλίο για δύο λόγους:
α. γιατί έχω εν γένει ένα κόλλημα με βιβλία και ταινίες σχετικά με τη Μαφία και λεγόταν ότι το εν λόγω βιβλίο είναι ντοκουμέντο και όχι μυθοπλασία.
β. γιατί ένιωθα περήφανη που ένας συνομήλικός μου (γεννημένος γαρ ίδιο έτος και ίδιο μήνα με μένα) είχε γράψει κάτι που είχε κάνει τέτοια επιτυχία.
(Και κάτι που λάτρεψα στο βιβλίο, ΔΕΝ ΕΧΕΙ ΡΟΜΑΝΤΖΟ! )
β. γιατί ένιωθα περήφανη που ένας συνομήλικός μου (γεννημένος γαρ ίδιο έτος και ίδιο μήνα με μένα) είχε γράψει κάτι που είχε κάνει τέτοια επιτυχία.
(Και κάτι που λάτρεψα στο βιβλίο, ΔΕΝ ΕΧΕΙ ΡΟΜΑΝΤΖΟ! )
Για το κλείσιμο, μια φράση από την κριτική του Περικλή Δημητρουλόπουλου στα ΝΕΑ:
"Η Ιταλία είναι μια παράξενη χώρα. Η Μαφία δεν φοβήθηκε ποτέ την Πολιτική, τη Δικαιοσύνη, την Αστυνομία. Την τρόμαξε όμως ένα βιβλίο..."